- τραγῳδῷ
- τραγῳδόςmember of the tragic chorusmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τραγωδώ — τραγῳδῶ, έω, ΝΜΑ [τραγῳδός] απαγγέλλω ένα κείμενο με τραγικό τόνο νεοελλ. είμαι τραγωδός μσν. αρχ. τραγουδώ, άδω αρχ. 1. παρουσιάζω τραγωδία στη σκηνή και, κυρίως, παριστάνω κάτι σε τραγωδία 2. μτφ. α) κάνω κάτι γνωστό, τό κοινοποιώ β) υπερβάλλω… … Dictionary of Greek
τραγῳδῶ — τραγῳδέω act a tragedy pres subj act 1st sg (attic epic doric) τραγῳδέω act a tragedy pres ind act 1st sg (attic epic doric) τραγῳδός member of the tragic chorus masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγουδώ — και τραγουδάω Ν 1. εκτελώ μελωδία, ερμηνεύω, λέω τραγούδι, άδω 2. εξυμνώ, εκθειάζω με στίχους ή με ποιητικές φράσεις («ο Ελύτης τραγουδά τον ήλιο, τον έρωτα και τις φυσικές ομορφιές τών νησιών μας») 3. (για πτηνά) κελαηδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ.… … Dictionary of Greek
επιτραγωδώ — ἐπιτραγῳδῶ, έω (Α) 1. διηγούμαι κάτι με τραγικό τρόπο 2. εξαίρω, εγκωμιάζω, μεγαλοποιώ, εξογκώνω («ἐπιτραγῳδεῑν τὰς τῶν Ἑλλήνων συμφοράς», Δίον. Αλ.) 3. ολοφύρομαι, θρηνώ με τραγικό τρόπο 4. προσθέτω κάτι σε μια τραγωδία 5. μιλώ, δημηγορώ με… … Dictionary of Greek
κατατραγωδώ — κατατραγῳδῶ, έω (AM) (επιτ. τ. τού τραγουδώ) 1. διηγούμαι με τρόπο τραγικό, περιγράφω κάτι με υπερβολές, όπως σε τραγωδία 2. εκφράζομαι εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τραγῳδῶ «διηγούμαι με τραγικό τρόπο»] … Dictionary of Greek
προστραγωδώ — έω, Α 1. μεγαλοποιώ κάτι, υπερβάλλω σε κάτι σαν τους τραγικούς ποιητές («προστραγῳδεῑ δὲ τούτοις ὁ Καλλισθένης», Στράβ.) 2. φρ. «τὸ ἔξωθεν προστραγῳδούμενον» ο εξωτερικός διάκοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τραγῳδῶ «παίζω τραγωδία, συμπεριφέρομαι… … Dictionary of Greek
προτραγωδώ — έω, Α επιδίδομαι σε τραγική απαγγελία προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + τραγῳδῶ «παίζω τραγωδία, απαγγέλλω με τραγικό τρόπο»] … Dictionary of Greek
συντραγωδώ — έω, Α 1. συμμετέχω σε παράσταση τραγωδίας 2. παθ. συντραγῳδοῦμαι, έομαι παρίσταμαι σε συμφωνία με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τραγῳδῶ «παρουσιάζω τραγωδία»] … Dictionary of Greek
τραγωδητής — ὁ, Α [τραγῳδῶ] τραγωδός … Dictionary of Greek
τραγωδητός — ή, όν, Α [τραγῳδῶ] αυτός που παρουσιάζεται σε τραγωδία … Dictionary of Greek